υπέρτονο

υπέρτονο
το / ὑπέρτονον, ΝΜΑ
βλ. υπέρτονος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • υπέρτονος — η, ο / ὑπέρτονος, ον, ΝΜΑ το ουδ. ως ουσ. το υπέρτονο το κύριο, το μεσαίο, δοκάρι τής στέγης, η μεσόδμη νεοελλ. 1. συμπαγής, πυκνός 2. χημ. (για διάλυμα) υπερτονικός 3. φρ. «υπέρτονος ορός» ιατρ. διάλυμα ενός ανόργανου άλατος μέσα σε νερό, που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”